- οἰνομύρσινον
- οἰνο-μύρσινον, τό,A wine in oil of myrtles, v.l. in Paul.Aeg.7.12.31.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οινομύρσινον — οἰνομύρσινον, τὸ (Μ) οἱνος αναμεμιγμένος με μυρτέλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴνος + μυρσίνη] … Dictionary of Greek
οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση … Dictionary of Greek